Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

There is no if..

Σκόρπιες σκέψεις,τα ξημερώματα της τελευταίας Παρασκευής του έτους με βρήκαν στα βραχάκια της Ακρόπολης να κοιτάζω ψηλά , νιώθοντας πως τα αστέρια είναι και θα είναι πάντα εκεί να χαμογελούν σε κάθε πτώση μας.Οι απολογισμοί, οι περιλήψεις, η ανυπόταχτη σιωπή, με κουράζουν,θλίβομαι να κοιτάζω πίσω στο μονοπάτι που σχηματίστηκε από τα κομμάτια του καθρέπτη που ήξερα ότι δεν θα παραμείνει ανέπαφος για μια ζωή και αυτοσαρκαζόμενος γελώ .Η ιεροτελεστία της στιγμής επιβάλει να ακούσω το no surprises με το ξυλόφωνο να ηχεί βαθιά σε κάθε κυτταρό μου.να βιάζει.να διεγείρει την ψυχή μου.


A heart that's full up like a landfill
a job that slowly kills you,
bruises that won't heal.
You look so tired-unhappy,
bring down the government,
they don't, they don't speak for us.
I'll take a quiet life,
a handshake of carbon monoxide,





το ξημέρωμα με βρίσκει να κατηφορίζω σιγοψελίζοντας στίχους βουλιαγμένων στο παρελθόν φωνών..
Monday you can fall apart Tuesday, Wednesday break my heart Thursday doesn't even start
It's Friday I'm in love

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Σημασία έχει.."όχι πια εδώ"


Ανοίγεις τα μάτια.Κλείνεις τα μάτια.Ακαριαίοι μύθοι μιας εξίσου φευγαλέας άλλοτε ένδοξης παρελθοντικής ζωής.Μα ξέρεις ότι η βαρύτητα πάντοτε και πάντα θα νικά.Φθείρομαι. φθείρεσαι.φθορά. Αναρωτιέσαι αν η γη είναι πλαστική και οι άνθρωποι πάνω σε αυτήν ανέμελα πληγωμένα playmobil.Και όταν πάψεις να κλείνεις τα μάτια θα ψάχνεις να βρεις ένα εκεί, ένα ίσως σε μία εξίσου άχαρη στιγμή.Έχεις κατοικίδιο,όλοι έχουν άλλωστε ένα μικρό σαράκι που κατοικοεδρεύει μέσα τους αυτοτρεφόμενο απο τα κομμάτια ευατού που βιάστηκαν να θάψουν και να θαφτούν υπό βιαστικόυς ψαλμούς.Κουράστηκες πάντοτε κουραζόσουν εξάλλου. Βουλιάζεις σε ένα στρώμα,τυλίγεσαι στην γνώριμη σου κουβέρτα,ναι αυτή που φοράς πάντα,αυτήν που αν και μυρίζει στάχτη και οινόπνευμα σου κουκουλώνει την φωτιά. Και έπειτα πάλι και πάλι βουλιάζεις.βουλιάζω.μέχρι εκεί.μέχρι το επόμενο πρωινό.εκείνο που θα αναρωτιέσαι αν είσαι ακόμα εδώ. Αν η αγωνία σου είναι φωτια,όπως κάποτε ψέλιζαν γνώριμες φωνές,τυφλώνεσαι ξανά.

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Εις το άγνωστο με βάρκα το πετάλι



Αναζητείται ποδηλάτρια με μελανχολικό χαμόγελο πρόθυμη να τα εγκαταλείψει όλα,για το γύρο του κόσμου με ποδήλατο।

υσ:απαραίτητη προυπόθεση θεωρείται να διαθέτει στο μπαλκόνι της σκισμένη τέντα.

Σπασμένα σπίρτα

Εκμαυλίζοντας δυνατά μία ακόμη ξεχασμένη νότα χρώματος, έτσι ξαφνικά χανόταν αυτό που πάντα αναζητούσα μέσα από το ηχηρό άκουσμα μιας λέξης, ελπίζω πως κάποτε αύτη η μεγάλη κουβέρτα που στοιχειώνει τις λέξεις στα όνειρα μου θα πάψει να με απειλεί με το γκρίζο μελαγχολικό της πρόσωπο περιμένοντας κάποιον να ζεστάνει , αν και ο κάθε φόβος για τη μνήμη, ανέστησε πάλι και πάλι ένα σιωπηλό κρύο πρωινό. Κοίταξα ,πίστεψα μα χάθηκα και με μια περίεργη αίσθηση παράνοιας ξανακύλησα στην προσωρινή μου μα άδοξη άχρωμη ουτοπία. Αναρωτήθηκα καθώς οι κόρες είχαν διασταλεί κ κάθε ψήγμα ύπαρξης μέσα σε αυτό το ζοφερό και βρώμικο ανήλιαγο δωμάτιο είχε τρέξει κάποτες πολύ μακριά, να κρυφτεί. Να κρυφτεί, να κρύψει αυτό πού κάποτε δεν σκέπαζε το μαύρο πέπλο της τρομακτικής μα ελπιδοφόρας πια, κουβέρτας. Περιμένοντας, ελπίζοντας κατέφυγα στη γνώριμη αίσθηση του καπνού που αναδύεται από τα απελπισμένα ατελείωτα τσιγάρα ,που πιο δυνατά από την ίδια μου τη χροιά, κραυγάζουν σιωπηλά και αυτοσαρκάζονται σε ατελείωτο αδιέξοδο. Είναι περίεργο να χάνεσαι μέσα στο σκοτάδι της χαμένης και άφατης λογικής. Έγειρα, βούλιαξα, βούλιαξα στο γνώριμο κύκλο μιας ανεμπόδιστης σιγής..Ούρλιαξα..

Ερμητικά κλειστά μάτια, μύθοι μιας φευγαλέας σαν καμένο σπίρτο ζωής, άνθρωποι οδοντογλυφίδες σπασμένες αναζητώντας το τέλος μιάς άβουλης αρχής. Νιώθω κουρασμένος, πολύ κουρασμένος και καθώς τα φώτα της πόλης ξεθωριάζουν, μαραίνομαι. Ναι, νιώθω πολύ κουρασμένος.
Καμένες οδοντογλυφίδες, σπασμένα σπίρτα..

ευαίσθητος ληστής

σε βλέπω να χάνεσαι,να ξεχνάς οτι κάποτες ήθελες να βουλιάξεις στις φέτες του φεγγαριού που μοιάζουν με καρπούζι

σε νοιώθω να βουλίαζεις στη σιωπή σου,με ένα χέρι πέρα απο τα πέρα μέρη.μη με ρωτάς αν τα απογεύματα ρίχνεις ακόμα σκέψεις στο πηγάδι.αν πνίγηκαν οι άνυδρες σκέψεις στην άκρη του μυαλού σου..

μη με κοιτάς,το ξέρω που γυρίζεις με μια όμορφη
πνοή κοιτώντας με σαν είμαι ευαίσθητος ληστής

μου έκλεψες
ενα πεσμένο
ένα
κρεμασμένο
ένα ηλίθιο
ένα άχρωμο
χάρτινο φεγγάρι

Πνοή;

Well it's been a long time, long time now since I've seen you smile.

σκοπευτής αστεριών

ο σαδιστής και το θύμα,ένας θύτης σκοπευτής αστεριών σε έναπαράξενο γαλαξία,κουκίδες φωτός ψίγματα αστερόσκονης..θύμα ενός άμοιρου παράξενου θλιβερού σκοπού,φωνάζοντας
δεν είμαι απο εδώ,δεν είμαι

Βαβέλ

Καταφεύγοντας στην προσωρινή μα όχι επαρκή διέξοδο, βρίσκομαι ξαφνικά σε μέρη γνώριμα εκεί όπου οι πολλοί συναντούν τους λίγους και οι λίγοι το τίποτα. Κόσμος, βαδίζοντας ανάμεσα σε αγνώστους, παράξενες απελπισμένες ματιές αναζητώντας σε πρόσκαιρες επαφές τη σιγουριά της ύπαρξης. Υπόκωφοι και ανάλγητοι ρυθμοί μιας καθημερινότητας που εξαντλεί και εξαντλείται σε ασυγχρόνιστους ρυθμούς. Πλησιάζοντας στο σταθμό «Μοναστηράκι» ρεύματα χειροκίνητων μαριονεττών σπεύδουν να καταπραΰνουν την προσωρινή τους έξαψη. Μια ξαφνική τρέλα.

Αναπνέω;..

Στο τζάμι του επίδοξα υπερφορτωμένου βαγονιού διαφαίνεταιένα πρόσωπο διαφορετικό,2 γέρικα μάτια κλειστά που αργοπίνουν την αμβροσία μιας ξεχασμένης νιότης. Κοιτάζω γύρω.Βαβέλ.

γρανάζι



γελάσαμε με τις ανικανοποιήτες επιθυμίες άδοξων εραστών
φωτίσαμε το λίκνο χαμένων στην αυγή παιδιών.
χάσαμε λουλούδια πανέμορφων καιρών


καποιος θα θελήσει να επιπλέυσει σε μια καινούργια
μα άγνωστη γραμμή.
και σε βλέπω γυρίζεις κάθε στιγμή, μέσα απο την ντουλάπα που κρύβεσαι






εί(μ)σαι μια παρατημένη μηχανή;

διαστημόπλοια


αν βούλιαζα σε ένα βυθό, τίποτα παρά μόνο ο ήχος των κερμάτων δεν θα ακούγονταν στο πήγάδι του χθές,στον ήχο των χαμένων φευγαλέων και άπιαστων ματιων.

αν βουλιαζα σε ένα πλανήτη θα αποζητούσα να βρώ ένα ήχο,μέσα απο ταξίδια με διαστημόπλοια σε όνειρα και ξεθωριασμένες αναμνησεις..

αν βούλιαζα..σε ένα όμορφο κήπο,θα ήλπιζα τα άνθη του να μην μαραθούν τόσο αστραπιαία
ω

Τελεία.

σκονη.σκονη.σκονη.σκονη
...
βαρέθηκα
σκόνη,σκόνη,σκόνη

πάρε με μαζί σου

λοιωμένο παγωτό

ατμόσφαιρα με κίτρινο χρώμα,υπόκοφη ζέστη με άρωμα θλίψης,συνήθεια..συνήθεια..συνήθεια
ενα λιωμένο παγώτο με κοιτά,

ξέρω τι μου λέει,κάποτε θα λιώσω και εγώ σαν κ αυτό και ας μην έχει πια ζέστη αλλά άψυχο ψυχρό κρύο..συνηθεια..συνήθεια..συνήθεια?

"λιώνεις.και το χειρότερο?"

το ξέρεις.

λένε πως μας άφηνες στα σύννεφα..



Ποδήλατα χαμένα με αναβάτες πλανήτες και χαλασμένα όμορφα πετάλια να σκιζουν τον αέρα του δικόυ μας γαλαξία.με χέρια ανοιγμένα προσπαθώντας να πετάξουμε εκεί που η δυση ανατέλει και τα παιδιά χαίρονται και περπατάνε με τα χέρια στο γρασίδι.

και σαν πλανήτης παγωμένος μακριά απο ήλιο σε μια παράξενη σιγή νοιώθω ,γνωρίζω πλησιάζει η στιγμή πως το όνειρο ανατέλει σαν μια σελήνη με ανύπακτο κορμι..

Διάφανα κρίνα..

Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα
που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους
τρελά πουλιά με μάτια πληγωμένα
συντρόφευαν την άγρυπνη χαρά τους

Μεθύσανε σε μπαρ ναυαγισμένα
μ' αγγέλους που 'χαν χάσει τα φτερά τους
και μοιάζαν με παιδιά εγκατελειμμένα
που φτιάχναν βάρκες με τη χάρτινη καρδιά τους

Στο δρόμο συναντούσαν υπνοβάτες,
νεκρές ψυχές που αναζητούσαν τα κορμιά τους,
σκιάχτρα που ξεδιψούσαν μ' αυταπάτες,
τρελούς που κυνηγούσαν τη σκιά τους

Τις νύχτες κάτω από τ' άστρα που σπινθήριζαν
μέσα στην ρόδινη σιωπή του γαλαξία
Θυμόντουσαν το σπίτι που γεννήθηκαν
και μια σκυφτή στην κάμαρα οπτασία:
τη μοίρα τους που τους κοίταζε σαν ξένους

Κι ακούγανε φωνές που τους καλούσανε
και λέγανε τα μαύρα παραμύθια
τις ρίζες που τους κόψαν και πονούσανε
τη μοναξιά η μόνη τους αλήθεια